- ἀποφλεγμαίνω
- ἀποφλεγμαίνω,A cease to burn, of inflammation, Hp.Aph.6.49: metaph. of anger, Plu.2.13d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποφλεγμαίνω — ἀποφλεγμαίνω (Α) 1. (για φλεγμονή) υποχωρώ, θεραπεύομαι 2. σταματώ, συγκρατώ τον θυμό μου … Dictionary of Greek